-
1 κατα-καλύπτω
κατα-καλύπτω, ganz bedecken, verhüllen; in tmesi Hom., Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν Il. 17, 594, vgl. 1, 460, wie κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε 16, 325; εἴϑ' ὄφελεν κἀμὲ ϑανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι Aesch. Pers. 881; μέλας γὰρ ὄσσε κατεκάλυψε ϑάνατος Eur. Troad. 1314; κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη Plat. Hen. 76 b; Xen. Hell. 1, 4, 12. – Med., Her. 6, 67; sich verbergen, Ggstz ἀναφαίνομαι, Plat. Tim. 40 c, vgl. Epist. VII, 340 a.
-
2 κατακαλύπτω
A cover up, κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν (sc. μηρούς) Il. 1.460, cf. Hdt.2.47 (tm.);με τεθνηῶτα.. κατὰ γαῖα καλύπτοι Il.6.464
;κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 16.325
; Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κ. 17.594;κἀμὲ θανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι A.Pers. 917
(anap.), cf. Hes.Op. 121, E.Tr. 1315 (lyr.), etc.:—[voice] Med., κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος γοάασκεν having covered his head, Od.8.92; so - καλυψάμενος alone, Hdt.6.67; κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη even one veiled would perceive, Pl. Men. 76b;λογισμῷ κατακαλυψάμενος Id.Ep. 340a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακαλύπτω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий